περίκαμψη

περίκαμψη
η / περίκαμψις, -άμψεως, ΝΑ [περικάμπτω]
1. λύγισμα ολόγυρα, κύρτωση
2. παράκαμψη
3. μτφ. πρόφαση, υπεκφυγή
νεοελλ.
τρόπος κατεργασίας μεταλλικού ελάσματος με τον οποίο δίνεται σε αυτό καμπυλωτό σχήμα με σφυρηλασία ή με πίεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περισπώ — περισπῶ, άω ΝΜΑ [σπω] 1. ενεργ. αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του και τήν κατευθύνω αλλού, φέρω περισπασμό, απασχολώ, διασπώ την προσοχή 2. παθ. περισπῶμαι, άομαι αποσπώμαι από την κύρια εργασία, μου 3. γραμμ. θέτω το σημείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”